Άκο

Άκο
Αρχαία παράλια πόλη της Παλαιστίνης, 15 χλμ. βόρεια της Χάιφας και 40 χλμ. νότια της Τύρου. Σήμερα ανήκει στο Ισραήλ, του οποίου αποτελεί σημαντικό λιμάνι με πληθυσμό 47.600 κατ. (2002). Η Α. λεγόταν στα μεταχριστιανικά χρόνια Άγιος Ιωάννης της Άκρας. Η πόλη χτίστηκε από τους Φοίνικες, αλλά κατά καιρούς βρέθηκε υπό ασσυριακή και περσική κατοχή. Στη μακεδονική εποχή την κατέλαβαν οι Πτολεμαίοι και άκμασε με την ονομασία Πτολεμαΐς, που τη διατήρησε και στους ρωμαϊκούς χρόνους. Στην περίοδο των Σταυροφοριών αποτελούσε ισχυρό οχυρό των χριστιανών και τότε ακριβώς μετονομάστηκε Άγιος Ιωάννης της Άκρας. Το 1191, ο βασιλιάς της Αγγλίας Ριχάρδος Α’ ο Λεοντόκαρδος, μετά την κατάληψη της Κύπρου, κατέλαβε και την Ά., που του παραδόθηκε ύστερα από πολιορκία που κράτησε ένα μήνα. Η πόλη καταστράφηκε στα τέλη του 13ου αι. και ανοικοδομήθηκε τον 18ο αι. Πολιορκήθηκε, χωρίς επιτυχία, από τον Βοναπάρτη το 1799, ενώ στη συνέχεια κυριεύτηκε από τους Αιγυπτίους (1832-40) και το 1918 από τους Τούρκους. Σε ανασκαφές που έγιναν εκεί αποκαλύφθηκαν τα ερείπια ενός ναού του 18ου-17ου αι. π.Χ. Στον ναό βρέθηκαν χρυσά και ασημένια αντικείμενα και ένα αγγείο που εικονίζει έναν πίθηκο. Η πόλη, εξάλλου, στην ελληνιστική εποχή καθώς και κατά την ακμή της Ρώμης, υπήρξε σημαντικό κέντρο του ελληνισμού με μεγάλη ακτινοβολία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Ισραήλ — I Επίσημη ονομασία: Κράτος του Ισραήλ Έκταση: 20.770 τ. χλμ. Πληθυσμός: 6.029.529 (2002) Πρωτεύουσα: Ιερουσαλήμ (622.091 κάτ. το 1997) *Σημ.: Η Ιερουσαλήμ ανακηρύχθηκε μονομερώς από το Ισραήλ πρωτεύουσα το 1982, στη θέση του Τελ Αβίβ, χωρίς όμως… …   Dictionary of Greek

  • акони́т — а, м. Травянистое растение сем. лютиковых, с желтыми, синими, фиолетовыми цветками; борец2. [греч. ’ακονιτον] …   Малый академический словарь

  • Papyrus 109 — Manuskripte des Neuen Testaments Papyri • Unziale • Minuskeln • Lektionare Papyrus 109 …   Deutsch Wikipedia

  • DIONYSIA — I. DIONYSIA martyrio apud Alexandriam sub Decio coronata, A. C. 251. II. DIONYSIA matrona Christiana, persecutione Hunerici Vandalorum Regis una cum filio Maiorico, ad necem quaesita, hunc ad mortem raptum sic consolata est, Memento Fili, te… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • κρούω — (AM κρούω) 1. χτυπώ, πλήττω (α. «κρούσας δέ πλευρά», Ευρ. β. «κρούειν δὲ τοῑς ποσὶ τὴν γῆν ἐφ ἧς βεβηκότες ἧσαν», Αρρ.) 2. πλήττω τις χορδές έγχορδου μουσικού οργάνου ή, γενικά, παίζω μουσικό όργανο («ψῆλαι καὶ κρούειν τῷ πλήκτρῳ», Πλάτ.) νεοελλ …   Dictionary of Greek

  • οξύς — (I) εία, ύ (ΑΜ ὀξύς, εῑα, ύ, Α ιων. τ. θηλ. ὀξέα, ποιητ. τ. ουδ. πληθ. και ὀξεῑα) 1. αυτός που απολήγει σε αιχμηρό άκρο, αιχμηρός, μυτερός, σουβλερός 2. (για όργανα που τέμνουν) κοφτερός 3. (κυριολ. και μτφ.) ισχυρός, έντονος, δυνατός (α. «οξεία… …   Dictionary of Greek

  • ποδαριακό — το, Ν η πατήθρα τού αργαλειού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποδάρι + κατάλ. ακό, ουδ. τής κατάλ. ακός] …   Dictionary of Greek

  • σκέπαρνο — το / σκέπαρνον, ΝΑ, και σκέπαρνος, ὁ, Α το σκεπάρνι αρχ. 1. ξυλουργικό εργαλείο με διπλή αμφίπλευρη κοπτική αιχμή, τής οποίας η μία πλευρά είναι μεγάλη και η άλλη μικρή («σκέπαρνον τὸν ἀμφίστομον πέλεκυν», Ησύχ.) 2. είδος χειρουργικού επιδέσμου 3 …   Dictionary of Greek

  • Άγιος Ιωάννης της Άκρας — Παλαιότερη ονομασία της παλαιστινιακής πόλης Άκο (βλ. λ.) σημαντικού αστικού κέντρου του Ισραήλ …   Dictionary of Greek

  • Άκκο — Βλ. λ. Άκο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”